-
1 κέφι
το настроение; хорошее, весёлое настроение;έχω τα κέφια μου — или είμαι στα κέφια μου — быть в хорошем настроении;
δεν είμαι στα κέφια μου — или δεν έχω κέφι — быть в дурном настроении, быть не в духе;
χαλνώ το κέφι — портить настроение;
§ κάνω — то κέφι μου — я делаю, что хочу;
κάνω το κέφι κάποιου — удовлетворять просьбу, выполнять чьё-л. желание;
κάνω κέφι — слегка выпивать;
είμαι ( — или έρχομαι) στο κέφι — быть навеселе; — быть под шафе;
σπάζω κέφι με κάποιον — потешаться, посмеиваться над кем-л.;
πώς παν τα κέφια; — как ты себя чувствуешь? как самочувствие?
-
2 κέφι
[кефи] ουσ. о. хорошее настроениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κέφι
-
3 κέφι
[кефи] ουσ ο хорошее настроение. -
4 κέφι
1) fun2) gusto3) merriment4) mood5) verveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κέφι
-
5 verve
κέφι -
6 веселье
-
7 дух
дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου* * *м1) ( сущность) το πνεύμαв духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής
2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοήперевести́ дух — παίρνω ανάσα
3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση
подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος
пасть духом — χάνω το θάρρος μου
-
8 настроение
-
9 самочувствие
самочувствие с η διάθεση, το κέφι· как ваше \самочувствие? πώς είστε;* * *сη διάθεση, το κέφιкак ва́ше самочу́вствие? — πώς είστε
-
10 навеселе
навеселенареч στό κέφι:быть \навеселе εἶμαι στό κέφι. -
11 настроение
настроен||иес ἡ διάθεση [-ις], τό κέφι, ἡ δρεξη [-ις]:быть в хорошем \настроениеии εἶμαι εὐδιάθετος, εἶμαι στά κέφια μου, εἶμαι στίς καλές μου· быть в дурном \настроениеии δέν ἔχω διάθεση, εἶμαι ἄκεφος, εἶμαι ἄθυμος, δέν ἔχω κέφι· у меня нет \настроениеия δέν ἔχω διάθεση, δέν ἔχω ὀρεξη· ◊ \настроение умов ἡ κατάσταση των πνευμάτων. -
12 расположение
расположен||иес1. (действие) ἡ τοπο-θέτηση [-ις]:\расположение лагерем воен. ἡ στρατοπέ-δευση [-ις], ὁ καταυλισμός·2. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ἡ τοποθεσία:\расположение са́да ἡ θέση τοῦ κήπου·3. воен. (район размещения войск) ἡ διάταξη:проникнуть в \расположение противника είσχωρώ στή διάταξη τοῦ ἐχθροῦ·4. (порядок размещения) ἡ σειρά, ἡ διάταξη:\расположение комнат ἡ διάταξη των δωματίων \расположение месторождений геол. ἡ διάταξη τῶν κοιτασμάτων5. (симпатия) ἡ εὔνοια, ἡ συμπάθεια:чувствовать κ кому-л, \расположение αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον пользоваться чьйм-л, \расположениеием ἔχω τήν εὔνοια κάποιου·6. (наклонность) ἡ προδιαθεση [-ιςϊ ◊ быть в хорошем \расположениеии ду́ха ἔχω κέφι, ἔχω διάθεση· быть в плохом \расположениеии ду́ха δέν ἔχω κέφι. -
13 развеселить
-
14 бодро
бодронареч ζωηρά, θαρραλέα/ μέ ζωντάνια, μέ κέφι (с живостью). -
15 в
в(во) предлог с вин. и пред л. п.1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;5. (при указании количественных признаков, размера, веса):дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι. -
16 весело
весело1. нареч εὐθυμα, χαρούμενα, διασκεδαστικά·2. предик безл:мне было \весело» διασκέδασα, ἐκανα κέφι. -
17 веселость
весел||остьж ἡ εὐθυμία, τό κέφι. -
18 веселый
весел||ыйприл εὔθυμος, κεφάτος, χαρούμενος/ διασκεδαστικός (занятный):\веселыйая жизнь ἡ ἐΰθυμη ζωή· \веселыйое настроение τό κέφι· \веселыйые глаза τά γελαστά μάτια· \веселыйый спектакль ἡ διασκεδαστική παράσταση. -
19 веселье
весель||ес ἡ εὐθυμία, τό κέφι, ἡ δια-σκέδαση [-ις], τό γλέντι:шумное \веселье τό τρικούβερτο γλέντι. -
20 взвод
взвод Iм (воен. подразделение) ἡ διμοιρία:кавалерийский \взвод ὁ οὐλαμός ίππι-κοδ.взвод IIм (в оружии) ἡ ἐγκοπή:предохранительный \взвод τό ἀσφάλιστρο[ν] ὀπλου· на боевом \взводе ἐπί σκοπόν ◊ быть на \взводе а) (навеселе) τά ἔχω τσού-ξει, εἶμαι στό κέφι, б) (на пределе) εἶμαι ἔτοιμος νά ξεσπάσω.
См. также в других словарях:
κέφι — το 1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα») 2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι») 3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος β) «τόν κάνω κέφι» … Dictionary of Greek
κέφι — το (λ. τουρκ.), καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη, ευθυμία: Τραγούδησε με πολύ κέφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
άκεφος — η, ο αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κέφι*. ΠΑΡ. ακεφιά] … Dictionary of Greek
κεφάτος — η, ο [κέφι] αυτός που έχει κέφι, καλή διάθεση, ο ευδιάθετος … Dictionary of Greek
Τζόνσον, Μπεν — (Μπέντζαμιν) (Jonson, Λονδίνο 1572 – 1637). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Από τα βιογραφικά στοιχεία που διασώθηκαν ξέρουμε ότι η ζωή του Τ. δεν ήταν εύκολη: πέρασε από διάφορα επαγγέλματα, σπούδασε στη σχολή του Ουεστμίνστερ, έπαιξε… … Dictionary of Greek
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
María Plytá — (grec moderne : Μαρία Πλυτά) née le 26 novembre 1915 à Thessalonique et décédé le 4 mars 2006 était une réalisatrice et metteur en scène grecque. Elle fut la première femme à réaliser un film en Grèce avec Les Fiançailles en 1950. Elle avait … Wikipédia en Français
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… … Dictionary of Greek
αερσίνους — ἀερσίνους, ουν (ασυναίρ. νοος, ον) (Α) 1. αυτός που αναπτύσσει τη νοημοσύνη 2. (για το κρασί) αυτός που διεγείρει τον νου, που δίνει κέφι, ζωντάνια, ο διεγερτικός 3. υπερήφανος, φαντασμένος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) +… … Dictionary of Greek